Ο κερατόκωνος, όπως δηλώνει και το όνομά του, είναι μια ασθένεια του κερατοειδή χιτώνα του οφθαλμού. Εκδηλώνεται σαν μια προοδευτικά επιδεινούμενη κωνική παραμόρφωση του κερατοειδή (όπως ένα “βυζούνι” σε λάστιχο αυτοκινήτου που χτύπησε δυνατά σε κάποια ανωμαλία του δρόμου). Αυτό έχει σαν συνεπεία την προοδευτική πτώση της όρασης που μπορεί να φθάσει, σε ακραίες καταστάσεις, ακόμη και μέχρι την τύφλωση.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτή η παραμόρφωση εντοπίζεται στο κάτω μισό του κερατοειδή. Πρωτοεμφανίζεται σαν προοδευτικά εξελισσόμενος ανώμαλος αστιγματισμός. Στα αρχικά στάδια, ο αστιγματισμός μπορεί να διορθωθεί με γυαλιά. Στη συνέχεια η πάθηση μπορεί να συνοδεύεται από μέτρια ως και σοβαρή πτώση της όρασης. Η παρακολούθηση της πιθανής εξέλιξής του συνίσταται στην, σε τακτά χρονικά διαστήματα, παρακολούθηση του ασθενή και την πραγματοποίηση επανειλημμένων κερατοτοπογραφιών (τοπογραφικές απεικονίσεις του κερατοειδή) που να περιλαμβάνουν συγχρόνως, εκτός από την ανάλυση της πρόσθιας επιφάνειας και την ανάλυση της οπίσθιας επιφάνειας του κερατοειδή.
Καθώς ο κερατόκωνος εξελίσσεται, το μοναδικό βοήθημα που ενδεχομένως παρέχει στον ασθενή ικανοποιητική όραση, είναι οι φακοί επαφής (ημίσκληροι, σκληροί ή ακόμη και ειδικοί κερατοκωνικοί φακοί). Αν ο κερατόκωνος συνεχίσει να επιδεινώνεται τότε επέρχεται σημαντική λέπτυνση του κερατοειδή, δημιουργείται ουλή στο κέντρο του και τελικά, αν αφεθεί ο ασθενής αβοήθητος, μπορεί ακόμη και να διατρηθεί.
Οι μισοί περίπου από τους ασθενείς, που πάσχουν από κερατόκωνο, δεν αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα στις καθημερινές τους δραστηριότητες, εκτός από την ανάγκη να χρησιμοποιούν διορθωτικά οπτικά μέσα όπως γυαλιά ή φακούς επαφής.
Στους περισσότερους ασθενείς η πάθηση, έπειτα από κάποια χρόνια, σταθεροποιείται χωρίς συνήθως να προκαλεί σοβαρά προβλήματα όρασης. Για τους υπόλοιπους απαιτείται εξειδικευμένη αντιμετώπιση. Μέχρι τώρα υπήρχαν δυο μέθοδοι: η μεταμόσχευση κερατοειδή, μέθοδος της οποίας τα μειονεκτήματα είναι οι διεγχειρητικοί και μετεγχειρητικοί κίνδυνοι, η μακροχρόνια περίοδος ανάρρωσης και οι απρόβλεπτες διαθλαστικές ανωμαλίες που προκύπτουν και η INTACS (εισαγωγή ενδοστρωματικών κερατοειδικών δακτυλίων). Η δεύτερη μέθοδος ενίσχυε τη δομική αντοχή του κερατοειδή αποτρέποντας έτσι περαιτέρω πτώση στην όραση του κερατοκωνικού οφθαλμού. Παρ’ όλα αυτά, τα κλινικά αποτελέσματα δεν την δικαίωσαν. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί επίσης πως, έπειτα από μια επιτυχή μεταμόσχευση κερατοειδή, ο κερατόκωνος μπορεί να επανεμφανιστεί και στο μόσχευμα.
Σήμερα, μια νέα θεραπεία της νόσου έχει κυριολεκτικά αγκαλιάσει η παγκόσμια οφθαλμολογική κοινότητα. Η νέα αυτή μέθοδος σταθεροποιεί τη δομή του κερατοειδή και τελικά ελαττώνει την πτώση της όρασης ή ακόμη, κάποιες φορές, τη βελτιώνει.
Η μέθοδος αυτή ονομάζεται C3-R (Corneal Collagen Crosslinking with Riboflavin ή CCL). Η εφαρμογή της έχει αποδειχθεί ότι ενδυναμώνει την εσωτερική δομή του κερατοειδή, σταθεροποιώντας την όλη αρχιτεκτονική του και συγκεκριμένα ισχυροποιώντας τους δεσμούς μεταξύ των ινών του κολλαγόνου του κερατοειδή. Όπως είναι γνωστό οι ίνες του κολλαγόνου αποτελούν τα βασικότερα συστατικά για την διατήρηση της δομής του συγκεκριμένου ιστού. Η θεραπεία C3-R μπορεί να γίνει σε κατάλληλα εξοπλισμένο ιατρείο και διαρκεί 30 λεπτά. Κατά τη διάρκειά της, “φωτίζεται” ο προς θεραπείαν οφθαλμός με υπεριώδη ακτινοβολία ενώ παράλληλα ενσταλλάσσονται σταγόνες ‘Riboflavin’ (ριβοφλαβίνη-Βιταμίνη Β2) κάθε περίπου 5 λεπτά. Το αποτέλεσμα είναι να πολλαπλασιάζονται οι δεσμοί μεταξύ των δοκίδων κολλαγόνου του κερατοειδή και να ισχυροποιείται έτσι η αντοχή του.
Σήμερα πια πιστεύουμε πως η μέθοδος της ριβοφλαβίνης (CCL) μπορεί να καθυστερήσει σημαντικά ή και να σταματήσει την εξέλιξη του κερατόκωνου, γλυτώνοντας έτσι τον ασθενή από μια πιθανή μεταμόσχευση κερατοειδή.