Λέγοντας ωχρά κηλίδα εννοούμε το σημείο εκείνο του βυθού του οφθαλμού με το οποίο βλέπουμε λεπτομέρειες, μ’ άλλα λόγια το κεντρικό σημείο του αμφιβληστροειδή ή αλλιώς το σημείο ευκρινούς όρασης.
Η εκφύλιση της ωχράς κηλίδας σχετίζεται μεν με πολλές ασθένειες όμως, κατά κύριο λόγο, εμφανίζεται με την ηλικία (ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς – ΗΕΩ) και εδώ θα αναφερθούμε μόνο σε αυτή τη μορφή. Το αρχικό της σύμπτωμα είναι η παραμόρφωση της γεωμετρίας των αντικειμένων σε συνδυασμό με μια ελάττωση της διακριτικής ικανότητας. O ασθενής σταδιακά αδυνατεί να δει λεπτομέρειες των πραγμάτων που τον ενδιαφέρουν (π.χ. να διαβάσει, να γράψει, να δει το πρόσωπο του εκφωνητή στην τηλεόραση, να περάσει τη βελόνα), χωρίς αυτό να σημαίνει, τουλάχιστον στα αρχικά στάδια, ότι είναι τυφλός και δεν μπορεί να κυκλοφορήσει ή, σε σημαντικό ποσοστό, να αυτοεξυπηρετηθεί. Αυτό βέβαια προοδευτικά επιδεινώνεται για να εγκατασταθεί τελικά, στο κεντρικό τμήμα του οπτικού του πεδίου, ένα αδιαφανές τείχος, άλλοτε άλλου μεγέθους. Ό ασθενής χάνει, λοιπόν, σταδιακά τη διακριτική του ικανότητα και παύει τελικά να έχει λειτουργικά χρήσιμη όραση.
Το πρόβλημα είναι αρκετά συχνό και στην τελική του κατάληξη αποτελεί, τουλάχιστον για τις Αμερικανικές στατιστικές, την κυριότερη αιτία τυφλότητας στην 3η ηλικία.
Μέχρι πριν από λίγο δεν υπήρχε αποτελεσματική θεραπεία παρά μόνο προσπάθειες πρόληψης και μερικής ανάσχεσης της νόσου με αποτέλεσμα οι ασθενείς να αντιμετωπίζονται είτε συντηρητικά, είτε με μη ειδικά Lasers είτε, τέλος, ακόμη και με εγχειρήσεις χωρίς όμως ουσιαστικά αποτελέσματα. Εδώ και λίγο καιρό έχουμε πλέον στη διάθεσή μας, και μάλιστα για ορισμένες, τις πιο καταστροφικές μορφές της νόσου (παραγωγικές μορφές), νέες θεραπείες, τη φωτοδυναμική θεραπεία και τις ενδοϋαλοειδικές εγχύσεις .
Θα πρέπει ίσως εδώ, παρενθετικά, να τονισθεί πως κάθε ασθενής μιας κάποιας ηλικίας είναι φρόνιμο να επισκέπτεται σε τακτά χρονικά διαστήματα τον οφθαλμίατρό του ώστε, μόλις η πάθηση εμφανισθεί, να γίνουν οι κατάλληλες εξετάσεις όπως αγγειογραφίες (με Φλουορεσκεΐνη ή Ινδοκυανίνη), τοπογραφία περιοχής ωχράς (HRT) και τομογραφία ωχράς (OCT) ώστε αφ’ ενός να διαγνωσθεί η νόσος και αφ’ ετέρου να εφαρμοσθεί, εφ’ όσον αυτό επιβάλλεται, η κατάλληλη θεραπευτική αγωγή.
Η φωτοδυναμική θεραπεία αποτέλεσε το πρώτο μείζον ελπιδοφόρο βήμα για την αναστολή της ΗΕΩ. Συνίσταται στην ενδοφλέβια χορήγηση μιας ουσίας που είναι φωτοευαίσθητη και που συγκεντρώνεται επιλεκτικά στα πάσχοντα σημεία του αμφιβληστροειδή. Μόλις η συγκέντρωσή της φτάσει σε επιθυμητά όρια, φωτίζουμε το εσωτερικό του οφθαλμού με ένα ειδικό Laser. Αυτό ενεργοποιεί την φωτοευαίσθητη ουσία που στη συνέχεια καταστρέφει επιλεκτικά, μόνον τα σημεία εκείνα που πάσχουν και στα οποία έχει συσσωρευθεί, ενώ ο υπόλοιπος υγιής αμφιβληστροειδής προστατεύεται. Όλες οι περιπτώσεις ηλικιακής εκφύλισης της ωχράς δεν αντιμετωπίζονται με αυτή τη μέθοδο και αυτό μόνο ένας σωστός και έγκαιρος φλουοροαγγειογραφικός ή τομογραφικός έλεγχος μπορεί να μας το καθορίσει. Θα πρέπει εδώ να τονισθεί ότι η φωτοδυναμική θεραπεία έχει καλύτερα αποτελέσματα όταν εφαρμόζεται σε ένα σχετικά πρώιμο στάδιο της νόσου (πάντοτε με την προϋπόθεση ότι η μορφή της νόσου είναι παραγωγική). Παρά τα θεαματικά της αποτελέσματα η φωτοδυναμική θεραπεία πέρασε πλέον σε δεύτερη θέση και τη θέση της πήραν οι ενδοϋαλοειδικές εγχύσεις.
Οι ενδοϋαλοειδικές εγχύσεις είναι η πλέον πρόσφατη και η πιο αποτελεσματική θεραπευτική πρόταση που μέχρι στιγμής διαθέτουμε. Αυτή η θεραπεία συνίσταται στην ένεση, μέσα στην υαλοειδική κοιλότητα, ειδικών σκευασμάτων, τα οποία, ανάλογα με την πάθηση, επιλέγει ο θεράπων οφθαλμίατρος. Αυτές οι εγχύσεις έχουν ως στόχο να επέμβουν αποτρεπτικά στην νεοαγγειογένεση και στη φλεγμονώδη διαδικασία που είναι, κατά πώς φαίνεται, οι κύριοι υπεύθυνοι παράγοντες για την επιδείνωση και την τελική καταστροφή της όρασης. Παράλληλα, επειδή ελαττώνουν το υπάρχον αμφιβληστροειδικό οίδημα, μπορούν ακόμη και να βελτιώσουν την όραση.
Όλες αυτές οι εγχύσεις πρέπει να πραγματοποιούνται σε κατάλληλους προς τούτο χώρους με άσηπτες (χειρουργικές) συνθήκες ώστε να ελαχιστοποιείται το ενδεχόμενο των ενδοβολβικών ή περιβολβικών μολύνσεων.
Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει πως πολλές φορές, η σημερινή θεραπευτική των παθήσεων του βυθού επιβάλλει συνδυασμό μεθόδων και είναι μακροχρόνια. Ο συνδυασμός αυτός θα πρέπει να αφήνεται ως επιλογή στην κρίση του θεράποντα οφθαλμίατρου. Επίσης, δεν θα πρέπει να απογοητευόμαστε από τον μακρό θεραπευτικό δρόμο και δεν θα πρέπει να ξεχνούμε πως στόχος μας δεν είναι τόσο η βελτίωση όσο η διατήρηση της όρασης. Αυτός εξ’ άλλου είναι και ο λόγος που η διάγνωση θα πρέπει να είναι έγκαιρη.
Όλες αυτές οι θεραπείες των εγχύσεων έχουν αγαθή επίδραση και σε άλλες παθήσεις του βυθού του οφθαλμού (διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, αγγειακά επεισόδια, αιμορραγίες από υψηλές μυωπίες κ.ά). Με άλλα λόγια το οπλοστάσιό μας έχει σήμερα αρκετά μέσα για παθήσεις που, μέχρι πριν από λίγα χρόνια, δεν μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε.
Γενικώς για την πρόληψη της ηλικιακής εκφύλισης της ωχράς συνιστώνται:
- Γυαλιά ηλίου με φίλτρο για τις υπεριώδεις ακτίνες (UV) ώστε να προστατεύονται τα μάτια από την καταστροφική επίδρασή τους.
- Αποφυγή, όσο είναι δυνατόν, της ασπιρίνης σε ασθενείς που έχουν ήδη εκφύλιση της ωχράς κηλίδας. Η χορήγηση ασπιρίνης επιτρέπεται μόνο αν ο ειδικός παθολόγος συστήσει ασπιρίνη ως θεραπεία συγκεκριμένου προβλήματος υγείας. Η ασπιρίνη, επειδή έχει μια ήπια αντιπηκτική δράση, μπορεί να δημιουργήσει, στους εν λόγω ασθενείς, αιμορραγίες στον αμφιβληστροειδή.
- Ως συμπληρώματα διατροφής, πολυβιταμινούχα σκευάσματα καθώς και σκευάσματα ψευδαργύρου. Ορισμένες μελέτες έδειξαν ότι όσοι έπαιρναν ψευδάργυρο διατήρησαν καλύτερη όραση από όσους δεν έπαιρναν. Αν ο ασθενής επιθυμεί, μπορεί να λαμβάνει 50 mg την ημέρα, εκτός αν ο οφθαλμίατρός του τού συστήσει άλλη δοσολογία. Καλόν είναι οι ασθενείς, πριν από παρόμοιες θεραπείες, να συμβουλεύονται τον ειδικό παθολόγο, επειδή είναι πιθανόν ορισμένοι να έχουν γενικότερα προβλήματα με αυτά τα φάρμακα.
- Να χρησιμοποιούν οι άνθρωποι της 3ης ηλικίας στο σπίτι τους την κλίμακα Amsler (μπορεί να τους την προμηθεύσει ο οφθαλμίατρός τους), ή έστω στόχους που οι ίδιοι θα προσδιορίσουν, ώστε να ελέγχουν, σε τακτά χρονικά διαστήματα και με όμοιες συνθήκες φωτισμού, την όρασή τους (ξεχωριστά για κάθε μάτι), να καταγράφουν κάθε τυχόν αλλαγή και να την αναφέρουν άμεσα στο γιατρό τους.
- Σε περίπτωση που η κεντρική όραση ελαττωθεί σημαντικά και δεν επιδέχεται οποιαδήποτε άλλη θεραπευτική προσέγγιση τότε χρησιμοποιούνται τα Βοηθήματα Χαμηλής Όρασης.